Μία ακόμη από τις ιστορίες του βιβλίου μου "Δημοσιογραφικές Ιστορίες ... όπως τις έζησα" το οποίο θα βρείτε ή θα παραγγείλετε στα βιβλιοπωλεία. Και σε ηλεκτρονική μορφή στον παρόν ιστόποτο.
Αφορμή γι’ αυτή την ιστορία ήταν το ακόλουθο σχόλιο/μήνυμα σχετικά με την ιστορία για τη ζωή μου στη Θεσσαλονίκη με τίτλο «Η διαφορά γκαλερίστα και χασάπη – Εγώ και η Θεσσαλονίκη», που περιλαμβάνεται στο πρώτο κεφάλαιο.
«Καλημέρα, Γιάννη! Η Θεσσαλονίκη, από την οποία έφυγα συνειδητά και για να μην είμαι πνευματικό παιδί του αντικανονικού δυο φορές Άνθιμου, είναι κατεχόμενη πόλη από αυτούς που ενώ είναι 1500 διαχειρίζονται την περιουσία των 600.000, με βούλα και νόμο του διαβρωμένου ως το μεδούλι κράτους. Η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης δεν είναι ένα σωματείο (ΝΠΙΔ), αλλά Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Αυτή εξουσιάζει έξι κύριους φορείς όπου η πρόσβαση δεν είναι ελεύθερη στον καθένα όσο άξιος κι αν είναι, αν δεν είναι δικός τους. Η Θεσσαλονίκη έχει γενικό διευθυντή στην ΕΡΤ ένα Πακιστανό, του οποίου η γυναίκα, αυτή που τον παντρεύτηκε για να αναβαθμιστεί, η Αυγέρη έγινε και βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης πέρσι τον Ιούλιο. Τρελά πράγματα, για τα οποία ουδείς κάνει λόγο. Όπως η περίπτωση του Χρήστου Γιαννούλη, που πήρε 11% ως υποψήφιος περιφερειάρχης του Σύριζα και μετά εκλέχτηκε με κομματική γραμμή βουλευτής και μάλιστα τρίτος στη σειρά!»
Την παραμονή της ένταξής μας στην ΕΟΚ (31/12/1980) η βελγική τηλεόραση μου ζήτησε να ετοιμάσω ένα βίντεο με θέμα της επιλογής μου για την Ελλάδα και να μετάσχω σε απευθείας σύνδεση στο βραδινό δελτίο ειδήσεων, το οποίο ήταν προγραμματισμένο στις 19.30 ακριβώς (!), όπως κάθε μέρα από το 1977, που δημιουργήθηκε η RTBF. (Τώρα, επειδή θα υπάρξουν και κάποιοι αγράμματοι, θιασώτες της θεωρίας του περίφημου Κουτσόγιωργα «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες οι Βέλγοι έτρωγαν βελανίδια», άρα απέκτησαν τηλεόραση μόνον το 1977, διευκρινίζω ότι η τηλεόραση στο Βέλγιο εξέπεμψε για πρώτη φορά στις 31 Οκτωβρίου 1953, ως Tele-Bruxelles, στη συνέχεια έγινε RTB και πήρε τη σημερινή της ονομασία, RTBF, το 1977 μετά τις συμφωνίες για ομοσπονδοποίηση της χώρας.)
Το θέμα που διάλεξα ήταν η ζωή των Ελλήνων μεταναστών και ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά της δεύτερης γενιάς προσαρμόζονται στην κοινωνία της νέας πατρίδας τους, είτε είχαν γνωρίσει είτε όχι την Ελλάδα. Από το ρεπορτάζ αυτό θα σας μεταφέρω εδώ την αφήγηση μιας Ελληνίδας μάνας, της οποίας ο άνδρας δούλευε στα ανθρακωρυχεία του Σαρλερουά: —
--Ήταν χαράματα, σκοτεινιά και άχνα όταν (ο άνδρας μου) έφευγε το πρωί για να μπει σ’ εκείνες τις στοές. Ζούσα ολημερίς με την αγωνία, την αβεβαιότητα αν θα τον δω να βγαίνει να περπατά προς το σπίτι και να με χαιρετά όπως πάντα χαμογελαστός. Σαν να μου ‘λεγε, τη βγάλαμε καθαρή και σήμερα. Όταν τα παιδιά ήταν μικρά, προσπαθούσα να γελάω, να χαριεντίζομαι, να παίζω μαζί τους. Δεν ήθελα να ξέρουν ή να καταλάβουν τι περίμενε τον πατέρα τους μέσα σ’ εκείνες τις στοές.
Η αβεβαιότητα για το αύριο της περιγραφής αυτής μού θύμισε τότε κάτι που μου είχε πει η θεία μου η Αγγελική για το ταξίδι της προσφυγιάς με το πλοίο από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα. (Η θεία μου το ’22 ήταν 14 χρόνων και η μανά μου η τελευταία από τέσσερα κορίτσια και δύο αγόρια. Τον μεγαλύτερο τον «έφαγαν» οι Τούρκοι πριν οι δικοί μου ξεκινήσουν από την Κιουτάχεια για την προσφυγιά και τον άλλον οι Βούλγαροι κατακτητές της Ξάνθης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο):
— Η μάνα σου γεννήθηκε νύχτα στο πλοίο. Ξημέρωνε και δεν ξέραμε αν θα ζήσει … αν θα ζήσουμε. Αν και πού θα μας ξεβράσει η θάλασσα.
Επέζησαν, έφτασαν στην Ξάνθη –δεν ξέρω ακριβώς πώς– και να ’μαι, να σας διηγούμαι ιστορίες.
Για να γυρίσω όμως στην ιστορία μας στο Βέλγιο, όταν έκλεισαν τ’ ανθρακωρυχεία οι περισσότεροι μετανάστες βρέθηκαν στο ταμείο ανεργίας, το οποίο στο Βέλγιο ήταν και είναι γενναιόδωρο. (Να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για την χώρα που εδώ κι έναν αιώνα έχει το πιο αναπτυγμένο και γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος στον κόσμο). Τότε άρχισε να διογκώνεται ένας λανθάνων ρατσισμός, «τους ταΐζουμε και κάθονται» ή ακόμα «μας παίρνουν τις δουλειές», «να πάνε από ‘κει που ήρθαν» και άλλα τέτοια.
Παρά τις διαδοχικές πετρελαϊκές κρίσεις, η βελγική οικονομία ισορρόπησε και τα φαινόμενα ρατσισμού με την παρέμβαση ψυχραιμότερων και τη νομοθέτηση πρωτοποριακών νόμων περιορίστηκαν σημαντικά. Όχι βεβαίως ότι δεν υπάρχει ρατσισμός ακόμα και σήμερα, αλλά γενικότερα η κοινωνία έγινε πιο ανεκτική και πιο ανοιχτή σ’ όλους. Ιταλός μετανάστης δεύτερης γενιάς έγινε πρωθυπουργός, ενώ Έλληνας γιός μετανάστη έγινε υπουργός, δήμαρχος και βουλευτής, ο φίλος μου ο Βαγγέλης Σπανούδης –μετανάστης πρώτης γενιάς– εξελέγη δυο φορές δημοτικός σύμβουλος και δεν είναι ο μόνος. Πολλοί άλλοι μετανάστες και πρόσφυγες πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων κατέλαβαν και κατέχουν σήμερα σημαντικές θέσεις στην κοινωνία, όπως για παράδειγμα το 2020 που ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής ήταν ιρακινός μετανάστης.
------------------------------------------------------
Η δημοσιογραφική ταυτότητα για την κάλυψη της ελληνικής προεδρίας στην ΕΟΚ κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1983 για λογαριασμό της RTBF.
Πολλοί βρίσκουν ότι εδώ μοιάζω με Πακιστανό! Μάλλον δίκαιο έχουν.
-----------------------------------------
Με τη λογική του ιντερνετικού «φίλου» μου εγώ δεν θα έπρεπε να συνεργασθώ με τη βελγική ραδιοτηλεόραση ως σχολιαστής στις Βρυξέλλες, ούτε βεβαίως στη συνέχεια να διατελέσω για 18 περίπου μήνες –μεταξύ 1983 και 1984– ανταποκριτής της στην Αθήνα. Δεν θα ήταν εξάλλου λογικό –σύμφωνα πάντα με τον ίδιο «φίλο»– να γνωρίσω τον Βίλφριντ Μάρτενς (οκτώ φορές πρωθυπουργό του Βελγίου) και να αναπτύξω φιλική σχέση μαζί του. Ούτε φυσικά θα ήταν λογικό να μου ζητηθεί από την ηγεσία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και από την οικογένειά του να ετοιμάσω ένα σύντομο τηλεοπτικό αντίο. Κι όμως, όλα αυτά συνέβησαν και μου αποδόθηκε και η βελγική υπηκοότητα, τιμής ένεκεν
(Το βίντεο-αποχαιρετισμός στον Βίλφριντ Μάρτενς στο
https: //vimeo.com/manage/76963081/general).
Τελικώς, τώρα αντιλαμβάνομαι ότι ήμουν κι εγώ, για μερικά χρόνια, ο Πακιστανός του βελγικού ραδιοτηλεοπτικού μεγάρου.
ΥΓ. Ως σύγχρονος ερευνητής /δημοσιογράφος «γκουγκλάρισα» το λήμμα του διευθυντή της ΕΡΤ 3 και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ Πακιστανός στη θέση αυτή, αλλά ο Φίλιος Στάγκος, με επιτυχημένη καριέρα στη δημοσιογραφία. Διαπίστωσα ότι, πριν από τον αγαπητό Φίλιο, διευθυντής διατέλεσε Έλληνας με καταγωγή από το Μπαγκλαντές –καμιά σχέση με το Πακιστάν– ο Αλέξανδρος Κάντερ-Μπαξ, τον οποίο δεν γνωρίζω ούτε μπορώ να κρίνω την επαγγελματική του επάρκεια, αλλά δηλώνω αλληλέγγυός του, όπως είμαι αλληλέγγυος και με όλους τους έγχρωμους, αλλόθρησκους, πολιτικά αντίθετους μαζί μου, αλλά Έλληνες και μη-Έλληνες δημοκράτες. Από μια εμφάνισή μου ως σχολιαστής στην RTBF, μάλλον το 1982.
Πολλά τα δηκτικά σχόλια, παραθέτω μερικά ενδεικτικά.
Αριστείδης Ζευγίτης: Μπράβο φίλε. Γιατί πρέπει να απαντάμε σε τέτοια άθλια σχόλια.
Θεοδώρα Ψυχογιού (μουσικολόγος): Φοβερός πάντως ο σχολιαστής σας, με μια φράση έχουμε ευθύ ή λανθάνοντα αντισημιτισμό, ρατσισμό, σεξισμό και μισαλλοδοξία. Με ένα πέπλο αυτάρεσκου δήθεν μοντερνισμού.
ΓΖ: Ακριβώς, γι’ αυτό το χρησιμοποίησα.
Θεοδώρα Ψυχογιού (μουσικολόγος): Στην πληρέστατη και ομορφότατη απάντησή σας!
Παντελής Λαζαρίδης: Προσθέτω: και με ένα ερεθιστικό άρωμα (μπόχα δηλαδή) μπανάλ πια αντισυριζαίικου φανατισμού !
Γρηγόρης Ρουμπάνης: Γιάννη να είσαι πολύχρονος, υγιής κι ευτυχισμένος. Περιττό να σου πω πόσο μας ευχαρίστησε η πρωτοβουλία σου να δημοσιοποιήσεις τις δημοσιογραφικές αναμνήσεις σου, οι οποίες συνδέονται με τη σημαντικότερη μεταπολιτευτική περίοδο.
Διαδικτυακός φίλος: Η ενδιαφέρουσα πλευρά του σχολίου-εναύσματος αυτής της ανάρτησης είναι το πώς κατορθώνουμε να διαστρεβλώνουμε τη γύρω μας πραγματικότητα, παρατηρώντας την με τα γυαλιά των στερεοτύπων και της εμπάθειας.
Διαδικτυακός φίλος: Απλά ως συμπλήρωση της καθ› όλα ωραίας ανάρτησης, το Μπαγκλαντές ήταν τμήμα του Πακιστάν (ως Ανατολικό Πακιστάν) μεταξύ 1947 και 1970. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας του Μπαγκλαντές και τα γεγονότα που οδήγησαν σ› αυτόν έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως δεν αφορούν την παρούσα συζήτηση.
Γαβριήλ Λαμψίδης: Γιάννη, Χρόνια Πολλά, με υγεία, με δίψα για την αλήθεια, με το δημοσιογραφικό ένστικτο στην κατεύθυνση του φωτός!
ΥΓ: Είναι προφανές ότι ο ανωτέρω συνάδελφος δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε από την ιστορία, ούτε από τα σχόλια που την συνοδεύουν, αλλά ούτε και για το ότι ο ίδιος ήταν συγγραφέας του σχολίου που αποτέλεσε το κίνητρο για τη συγγραφή της.
Comments